Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

"Τα έχασα!!!" Βελάκια Ελπίδας έψαχνα, "γονάτισα" ,μα τα βρήκα......

Σε ένα σύντομο πρωινό μου πέρασμα, όχι από περιέργεια αλλά για δουλειές απ’ την Αθήνα, και βλέποντας το χάος που κάποιοι αγανακτισμένοι εθελοντές μαζί με τους καθαριστές ,καλούνται να το βάλουν για άλλη μια φορά ,σε μια επιφανειακή τουλάχιστον τάξη, έπιασα μια γωνιά όπου ένιωθα ασφαλής, ακόμα και από αυτούς που “φροντίζουν” για την ασφάλειά μου και με την ψυχή μου γεμάτη δάκρυα, κοίταζα το αποτέλεσμα της παράνοιας. Λόγια σοφίας μου ήρθαν για άλλη μια φορά…… « τις πόλεις με μνημεία και τις ψυχές με μαθήματα πρέπει να τις στολίζουμε» και εγώ ένιωσα από τη μια υπερήφανη για αυτό που εμπιστεύτηκαν πρόγονοι στο DNA μου και απ΄την άλλη τόση ντροπή και τόσο αγανακτισμένη με αυτούς του 300, 500, δεν ξέρω πόσοι στα κομμάτια είναι - γιατί το ποιοί είναι φανερό πια - που χρόνια τώρα προσπαθούν να το ξεριζώσουν από την πόλη ΜΟΥ και απ’ το κορμί μου. Αλλά ακόμα πιο αγανακτισμένη και θυμωμένη με αυτούς που χρόνια δε θέλουν να κάνουν τίποτα για αυτό. Ένας νεαρός που δεν είχε πάρει μέρος, μάλλον, σε αυτή την τρέλα, με ρώτησε αν είμαι καλά και εγώ του είπα πως όχι, πως είμαι οργισμένη με όλα όσα συμβαίνουν και με όλα όσα βλέπω, του είπα τα “μέσα” μου όλα κλαίνε και εκείνος μου είπε “σιγά ρε κοπελιά, πώς κάνεις έτσι, δε βαριέσαι….”. Άφησα τη γωνιά μου και σα δαρμένο σκυλί πήρα το δρόμο της επιστροφής, έχοντας μία σκέψη στο μυαλό μου………εμείς που δε συμμεριζόμαστε τη τρέλα της εποχής παίρνουμε τουλάχιστον κανένα μάθημα ψυχής;
Έψαξα ένα μέσο ασφαλές να πάω στη δουλειά μου, γιατί και το ταξί είναι προνόμιο πια των λίγων, και σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαψα να προσπαθώ, τις σκέψεις των άλλων μέσα απ’ το βλέμμα τους να διαβάσω. Είδα τον πανικό, απόγνωση, πικρία, κούραση, αδιαφορία, το πέρα βρέχει, το δε με αφορά, το άντε και ………… Είδα μητέρες να συνθλίβουν από την αγωνία τους μέσα στα χέρια τους εκείνα των παιδιών τους, ρυτίδες και άσπρα μαλλιά που ζουν χωρίς κουράγιο, χέρια ζωγραφισμένα από βελόνες και κελιά που λένε θέλουν να ζήσουνε ,μα έχουν όμως πεθάνει. Είδα και κάποιους ήρωες σε μικροκαμωμένα όμως σώματα χρόνια εγκλωβισμένους και άκουσα λόγια που δεν ειπώθηκαν γιατί κάπου μέσα στο λάρυγγα είναι φρακαρισμένα.
Πενήντα και παραπάνω άτομα , μα τη σιωπή κουβάλαγε εκείνο το λεωφορείο. Πώς βρέθηκα εγώ εδώ; Φεύγω απ΄τα μάτια γρήγορα και ψάχνω με τα δικά μου ,κάπου στο πάτωμα να βρω βελάκια ελπίδας πεταμένα. Θεέ μου δώσ’ μου τη δύναμη να σκύψω, να τα μαζέψω και στις ψυχές μας να τα καρφώσω χωρίς να τις πονέσω………
Έφτασα στη δουλειά μου, την έκανα με αγάπη, γιατί έτσι αποφάσισα πως μόνο μου αξίζει και μάζεψα την αλήθεια μου μαζί με τα τσιγάρα, το κινητό, την τσάντα μου γεμάτη χαρτάκια, σκέψεις κι εικόνες πρωινές, λογαριασμούς και πίκρα και έφυγα για το σπίτι μου ………….για να λογαριαστώ μαζί μου.
Στην πόρτα μου στεκόντουσαν δύο ζευγάρια μάτια και εγώ από ανάγκη χώθηκα στον κόσμο που εκείνα βλέπουν.
Στην ομορφιά που έβλεπα σαν ήμουν και εγώ μικρούλα. Αυτόν τον κόσμο θα κοιτώ και αν δεν μπορώ με τα δικά μου, θα χώνομαι στα δικά τους. Γονάτισα και έφτασα στο μπόι (τεράστιο) το δικό τους, τους φίλησα και υποκλίθηκα στο άσπρο της ψυχής τους. Εκείνες δεν κατάλαβαν (ή μήπως ναι;)μα εγώ έχω καταλάβει!!
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έχωσα το πρόσωπο βαθιά στα μαξιλάρια. Δεν ήταν κούραση, μα ντροπή. Έμεινα εκεί στο μαύρο μου, μέχρι να βρω το φως μου. Εγώ και η βαριά ανάσα μου, σα τιμωρία να έβαλα , τον ίδιο τον εαυτό μου. Πώς έγινε και έψαχνα εγώ στα πόδια την ελπίδα; Γιατί στο φόβο επέτρεψα να αγγίξει το πετσί μου και μέσα απ΄τους πόρους μου να μπει στα βάθη της ψυχής μου; Γιατί απογοητεύτηκα, τα είδα όλα μαύρα, θύμωσα, εξοργίστηκα, ένιωσα τόσο τρόμο; Γιατί το «απ» το κότσαρα στη λέξη αισιοδοξία; Γιατί στη γωνία κρύφτηκα και έβλεπα μόνο κακία, στημένη να μου την έχει σε δρόμους, μέσα στα βλέμματα, μέσα σε λεωφορεία; Γιατί τον ήλιο έχασα, δεν κοίταξα επάνω και ανάγκη είχα για στοργή, για χάδι, για ένα χαλάκι, σα να ‘μουνα κουτάβι;
Σηκώνω το κεφάλι μου, πάω στο μπάνιο πλένομαι και αλείφω τα μάτια που τσούζουν ,μα όχι απ’ τα δακρυγόνα, με αλοιφή “ΕΛΠΙΔΑ” .Bάζω και εκείνη τη σκιά που μοιάζει με τα λουλούδια, που πάνω στης Πάρνηθας τις στάχτες , μου είπαν μια μέρα «καλημέρα!!», φορώ το ρουζ το χρυσαφί , το χρώμα που έχει του ήλιου, χαμογελώ στο είδωλο που βλέπω στον καθρέφτη και λέω για άλλη μια φορά………….
Κανείς δε θα με τρομάξει!! Κανένας δε θα σηκώσει κλομπ πάνω στα όνειρά μου. Κανένας δε θα πετροβολήσει την παιδική καρδιά μου. Κανείς δε θα διαλύσει με χημικά το όραμα, την ελπίδα, τα μάτια της ψυχής μου, τον κόσμο που ονειρεύονται εκατομμύρια μάτια. Ο κόσμος είναι όμορφος και εγώ ένα κομμάτι του που αξίζει να υπάρχει. Εγώ μέσα στα ψέματα γυρεύω την αλήθεια, μέσα στα σκοτάδια θα κοιτώ να ψάχνω για προβολάκια, στο πέλαγος Κακία, Αγάπη θα ψαρεύω και το καλάθι της καρδιάς μου μ’ αυτή θα το γεμίζω. Αγνώστους θα κάνω φίλους μου, ανθρώπους θα συγχωρώ, σαν άνθρωπος και εγώ, θα χτίζω ότι μου γκρεμίζουνε, θα γράφω και θα ονειρεύομαι, για μένα, για τα παιδιά μου, για όλο τον κόσμο που χωρά μέσα στην αγκαλιά μου, και με την αύρα μου τη θετική, κορμιά θα χαϊδεύω………………..

Στον Κώστα το Μανιό , τον άγνωστο κολλητό μου, και σε όλους εκείνους που δε φοβούνται ή κι αν φοβούνται πάλι τολμούν, να αναδείξουν την ομορφιά που υπάρχει σ' αυτό το κόσμο. Είμαι μαζί σας............ με το δικό μου τρόπο.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Αστέρι

Είναι το φως του φεγγαριού ή μήπως η μπλούζα που φορώ; Είναι ο ήχος απ’ τα βεγγαλικά που αναρωτιέμαι το γιατί ή μήπως τα ηχεία που βγάζουν αυτή την αγαπημένη μουσική; Είναι αυτό που βλέπω, αυτό που ακούω ή μήπως είναι αυτό νιώθω και που ζω;
-“Το τραγούδι είναι συναίσθημα” λέει ο εκφωνητής.
Σάμπως το φεγγάρι δεν είναι; Μέχρι και λευκή μπλούζα έριξα στους ώμους προκειμένου να δυναμώσω την αντανάκλασή του πάνω μου. Να φωτιστώ και να φωτίσω.
-Εδώ είμαι! Στη γη! Με βλέπετε αστέρια;
Δικό σας το ξέρω είναι το φως δικός σας κι ο ουρανός. Μα μια από σας είμαι κι εγώ και ας είναι σαν το φεγγαριού μου ,το φως μου δανεικό. Ένα από σας που έπεσα στη γη. Ένα φωτάκι που ξεπρόβαλα μια μέρα , έχοντας μάλλον σαν σκοπό το φως μου να δώσω κάπου. Αλλά αδέρφια μου εδώ οι ασπίδες και τα βέλη των ανθρώπων έκαναν το φως μου αμυδρό. Οι άνθρωποι εδώ στη γη στρατόσφαιρα βάλαν στις καρδιές τους και μένα το φως μου τώρα πια ,σαν φλόγα σε καντηλάκι δίχως λάδι τρεμοσβήνει. Γι αυτό αστέρια μου ψάχνω φεγγάρι πια να φωτιστώ. Κάτω απ’ τον ήλιο να τριγυρνώ ελεύθερα φοβάμαι , γι αυτό γυρεύω το φως του μέσα απ το φεγγάρι μου να δω. Γιατί είναι η νύχτα που μου μένει για να μπορέσω να ονειρευτώ. Να κλάψω, να γελάσω, να νιώσω ότι ζω. Γιατί εγώ γεννήθηκα και ξέρω πως έχω ένα σκοπό αλλά ……….. «ξημερώνει……» λέει η Χαρούλα τώρα «………..κι αν χαράξει, το φως δε φτάνει εδώ».
Αχ ! σήκωσε αεράκι. Το νιώθω μου χαϊδεύει το μάγουλο. Τι αίσθηση!!
-Μαμά! Όχι, όχι! Παιχνίδι του μυαλού μου ήταν. Τι κι αν δεν είναι από χέρι όμως; Αέρας, βροχή, κρύο που σου τρυπάει τα κόκαλα αλλά ξυπνάει το μυαλό, ζέστη που τσουρουφλίζει το κορμί αλλά ζεσταίνει την ψυχή. Ξεχάσανε αστέρια μου οι άνθρωποι εδώ στη γη πως είναι ν’ απογυμνώνεσαι, να εκτίθεσαι, ν’ αφήνεσαι, να παραδίνεσαι. Το βλέπετε εσείς από ψηλά; Τέντες παντού, ομπρέλες , τείχη κι αντιανεμικά. Στα σπίτια, στις καρδιές τους. Να μη χαλάσουν τα μαλλιά, να μη βραχεί το πρόσωπο κι αλλοιωθεί το προσωπείο. Μάντρες για να μη τους κλέψουν …. άραγε τι; Τα σπίτια της καρδιάς τους άδειασαν κι αυτούς τους νοιάζει η οικοδομή. Το οικοδόμημα της ψυχής τους ράγισε γιατί τα θεμέλια τρίζανε απ την αρχή, μα αυτοί ούτε που τ’ άκουσαν . Τοίχους συνέχιζαν να χτίζουν να κρύψουν την περιουσία, μη τη κοιτάξουν μάτια φθονερά και τη ματιάσουν. Μα αν κάτσεις και σταθείς, σωπάσεις για ν’ ακούσεις, νομίζεις πως πέθανε η ζωή, άδειο πεντάγραμμο, σαν δέντρα χωρίς τραγούδια. Και τα πουλιά σωπάσανε, γκρεμίζουν τις φωλιές τους. Βραχνιάσαν! Φωνάζαν δυνατά, μα ο θόρυβος των καυγάδων, των όπλων, του πολέμου, της πόλης, του γέλιου του ειρωνικού, της σκέψης που τρομάζει, τους έκοψαν και τα φτερά και τη λαλιά και τώρα ψάχνουν κι αυτά φωλιές στον ουρανό να χτίσουν. Που ’ναι αστέρι οι άνθρωποι που θα κοιτούν πάντα ψηλά, μέσα απ’ τους κήπους, τις αυλές, τις θάλασσες, τα πλοία; Μ’ αρέσουν τα σπίτια με σκεπή, οι κήποι με λουλούδια, τα τζάκια, τα όμορφα χαλιά, τα ρούχα, τα στολίδια, μα θέλω μέσα σ’ όλα αυτά να νιώθω πως χτυπούν καρδιές γεμάτες χρώματα κι αξίες. Να βλέπω πόρτες ν’ ανοίγουν διάπλατα, στα σπίτια , στο βλέμμα, στις ψυχές τους.
Κουράστηκαν τα μάτια μου, να ψάχνουν στους ανθρώπους. Που ‘ναι οι λέξεις ανθρωπιά, συμπόνια, ευγνωμοσύνη, μοίρασμα, αγάπη και χαρά, το γέλιο, η συγχώρεση, η ειρήνη; Παλεύουν όλοι μέσα τους. Ψάχνουν να βρουν αυτά, που μόνοι τους βυθίζουν. Θαμπώνονται απ τα φώτα της σκηνής ,δεν βλέπουν τους φάρους και στέλνουν αξίες στα παρασκήνια. Αλλά εκεί ελπίζω και εγώ!! Εγώ στα φώτα σκιάζομαι, ψεύτικα φώτα δεν μπορώ. Θα βρω τη δύναμη και ας είμαι μαζί μ’ αξίες στο ημίφως ,να μάθω κι εγώ τη μέρα να εκπέμπω φως. Δεν είμαι μόνη μου. Έχω τη δύση, τ’ αστέρια, το φεγγάρι και μια καρδιά φοβισμένη αλλά ανοιχτή – γιατί έτσι με ‘μαθε η μαμά -για να χωρέσει όλο το φως, εκείνων που ζουν μαζί μου στα σκοτάδια. Αλλά μέχρι να νιώσω δυνατή πρέπει ακόμα για λίγο να κρυφτώ.
Το βλέπω, βγαίνει ο αυγερινός. Κλείνουν τα βλέφαρα ,κι ακόμα δεν αντέχω τόσο φως………..

Μια μέρα πέρασε , η δύση γέμισε χρώματα, ξεμύτισα κι εγώ. Ήρθε η ώρα ξανά να φωτιστώ. Φόρεσα πάλι τ’ άσπρα μου και απόψε φεγγάρι τ’ αποφάσισα, μόλις φανείς μαζί σου θα έρθω να περιπλανηθώ. Δύο φεγγάρια θα έχει απόψε ο ουρανός. Θα αστράφτουν τα γεράνια μου. Νέα μπουμπούκια έσκασαν σήμερα και εγώ τους είπα : «σας περίμενα!». Ποτέ δεν πίστεψα ότι πέθαναν. Τίποτα δεν πεθαίνει. Πόσο μάλλον η ελπίδα για φως μες τη ζωή. Η μέρα μπορεί να σβήνει μα εγώ είμαι εδώ γιατί ψάχνω το δρόμο για το φως. Σε λίγο φεγγάρι έρχεσαι, μα στάσου κι εσύ για λίγο να θαυμάσεις. Κοίτα κι εσύ! Τι έξοδος! Τι χρώματα ! Μαγεία! Γαντζώνω τα ποδαράκια μου στο μίσχο απ’ το γεράνι και χαιρετώ στη δύση, τη νέα ανατολή. Τα χρώματα με μεθούν , με μαγνητίζουν και τώρα με ρουφούν. Γίνομαι ένα με αυτά ! Με καταπίνουν, μα εγώ μια έκρηξη χρωμάτων ζω. Σε ουράνια πολύχρωμη θάλασσα βουτώ, και κολυμπώ, και κολυμπώ μέχρι το χρώμα ανεξίτηλο να είναι στα φτερά μου………….
-« Μαμά! Τι κάνει η μορφή σου πάλι εδώ; Εγώ στα χρώματα έπλεα κι εσύ…….»
Ακούω ξανά βεγγαλικά! Μα, ναι! Τώρα κατάλαβα γιατί!! Πριν κάτι χρόνια έσβησα για να ‘ρθω εδώ να ζήσω. Ιούνιος θυμάμαι ήταν. 21 για την ακρίβεια. Αστέρι ήμουν κι έπεφτα, μα πριν χαθώ σε βρήκα. Στη δύση μου τη δική μου ανατολή θαυμάζω τώρα και θυμάμαι…………
Το σώμα σου ο ουράνιος βυθός που χωρίς φόβο βούτηξα κι ας ήμουν άπειρος δύτης. Τα χρώματα ήταν η χαρά, ο φόβος, η αγωνία. Ο πόνος, η συγκίνηση, η αγάπη, η ελπίδα, και όλα αυτά ευωδίαζαν ,σαν άρωμα που λέγεται “ Ζωή είσαι ένα Θαύμα”.

Έτσι γεννήθηκα κι εγώ! Σε μια έκρηξη συναισθημάτων , που έχει το χρώμα της δύσης και της ανατολής. Τι κι αν αστέρι ήμουνα και μ’ άλλη μορφή σε βρήκα; Αστέρι πάντα μέσα μου κρυφά θα παραμένω. Τη μέρα μπορεί να χάνομαι τη νύχτα πάλι………… λάμπω; Έτσι υποκλίθηκα λοιπόν στη νέα αποστολή μου. Μπορεί για λίγο να έσβησα , να τρόμαξα απ’ το στρίμωγμα σαν πέρναγα απ’ τον κόλπο, μα η αλήθεια μάνα μου είναι πως καλοπέρασα κλεισμένη στο κουκούλι. Διασκέδαζα σαν έφτιαχνα το παζλ του εαυτού μου. Πήρα κομμάτι απ’ τη μορφή σου να φτιάξω τη δική μου, κομμάτια πήρα απ’ την ψυχή σου και ανάπλασα ακόμα λίγο τη δική μου, βούτηξα το πινέλο στην καρδιά και έβαψα τη δική μου. Πήρα οξυγόνο και τροφή και μόνο μου μέλημα ήτανε, να φτιάξω όσο καλύτερα ,τη νέα επένδυσή μου. Πεταλουδίτσα έγινε η κάμπια που κουβαλούσες, μα τρόμαξα σαν ένιωσα τους προβολείς σε μένα. Εγώ είχα δικό μου φως. Το μόνο που ήταν ξένο ήταν αυτό του ήλιου μου, κι αυτό το φως το τεχνητό δεν έμοιαζε με κείνου.
Έκλαψα, τρόμαξα πολύ , με πήρες αγκαλίτσα και τότε ένιωσα καλά. Ραβδάκι σαν της νεράιδας με ένα άστρο εκεί στην άκρη, τα δάχτυλά σου ένιωσα, γαλήνεψα και είπα : “καλώς σε βρήκα μάνα μου! Καινούριο μάθημα ψυχής ήρθα εδώ να πάρω, μάθε με εσύ πώς να πετώ, για τ’ άλλα μη φοβάσαι. Για χρόνια έψαχνα να βρω , σε ποιόν θα μπω να διδαχτώ ,και να που κι εσύ είδες ψηλά. Ήσουν αυτό που έπρεπε . Ήσουν η νέα μάνα!” Έτσι σ’ επέλεξα εγώ μες τα εκατομμύρια μάτια. Το πλοίο σου έμπαζε νερά, μα εκεί έπρεπε να ‘ρθω. Το ‘ξερα πως θα φοβηθώ, θα κλάψω, θα πονέσω, θα ανακράζω “ Σώστε με!”, μα άνθρωπος δε θ’ ακούει. Μια πεταλούδα που έπρεπε και με βρεγμένα τα φτερά, αν δε θέλει στην άβυσσο μέσα να χαθεί, να μάθει να πετάει. Μα σαν μικρό που ήμουνα δε γνώριζα το ταξίδι. Εσύ θυμάμαι με χαρά μου ‘λεγες, “μη φοβάσαι!”, πως θα με μάθεις να πετώ, τον ήλιο να κοιτάζω, πως όλοι θα μ’ αγαπούν, κανείς δε θα με πληγώσει και εγώ………… “σε πίστεψα μαμά!”
Αγωνιούσα για το μέλλοντα, μαγεύτηκα με τον ενεστώτα, μα άλλα μου ‘μαθες μαμά και το αστεράκι που τότε έσβησε και έγινε πεταλούδα, μέσα στη θλίψη τώρα ζει που σπάσαν τα φτερά του. Από τον κόσμο κρύβεται, τη μέρα δεν πετάει, το φόβο έχει στην καρδιά και έπαψε να τολμάει. Μόνο τη νύχτα στέκεται , πάνω σ’ ένα λουλούδι και τ’ άστρα μετρά και χαιρετά σαν ήρωας του Λουντέμη.
Μα σήμερα τ’ αποφάσισα! Κουβέντα μεγάλη έγινε με μένα …….και με μένα. Όχι δε φταις σου λέω εσύ! Θέλω συγγνώμη να σου πω, αλλά ήμουνα μικρούλα. Τώρα ενηλικιώνομαι και ας είμαι σαραντατρία. Βιάστηκα και σε έκρινα χωρίς να τα βάλω κάτω. Δεν κοίταξα πιο βαθιά να δω αυτό που είσαι, να δω το δικό σου το γιατί, το πώς και τις συνθήκες. Εγώ φταίω που ξέχασα…………..πως ήρθα εδώ να μάθω!
Μα σήμερα τ’ αποφάσισα! Θα θυμηθώ τον παρατατικό αν θέλω να ‘χω μέλλον. Πρέπει να επουλώσω τις πληγές, να θυμηθώ πως “πέταγα”, και άρα μπορώ, χωρίς να ψάχνω εσένα , να πάρω φόρα ξανά και να πετάξω. Κρυμμένη συνέχεια έμενα, κάτω από ένα φύλλο. Απάγκια έψαχνα, σκιές , καρδιές για ν’ ακουμπήσω. Με ζάλισε όμως η περιφορά, της γης και του μυαλού μου. Σα μεθυσμένη έπεσα, σα να ‘πια νταμιτζάνες που με “κατηγορώ” τις γέμιζα, “γιατί”, και “ενοχές”. Μια ανεξάντλητη έγινα πηγή, θλίψης, θυμού και ατολμίας, και σαν κάποιος να με καθήλωσε εκεί, να πίνω και να πίνω.
Μια πεταλούδα ήμουν εγώ κι αν ήθελα νεράκι, μόνο με αγάπη έψαχνα να βρω………. ένα λακκουβάκι. Μα αν εκεί στεκόταν ψυχή με δίχως χρώμα, ζωγράφος γινόμουνα εγώ και πινελιές τις γέμιζα με χρώμα απ’ τα φτερά μου. Και τώρα που το φτερό μου έσπασε κι έμεινα χωρίς χρώμα, για μένα θα κάνω τώρα τι; Θα μείνω εδώ και θα θρηνώ, θα κλαίω , θα αγωνιώ; θα συνεχίζω να κατηγορώ εσένα όπως τόσους άλλους; Για πόσο ακόμα θα με τιμωρώ; Θα γλείψω τις πληγές μου. Αφού επέλεξα να ζήσω, να μάθω και να εξελιχτώ. Και τι να πουν άλλες ψυχές που βρέθηκαν στα σκουπίδια, που η μάνα τους τους παρέδωσε σε ξένα, άγνωστα χέρια, τους κακοποίησε, αδιαφόρησε, και εγκληματίες έγιναν ,βασανιστές και πόρνες, θύματα είναι δηλαδή , μα θύματα θυμάτων…… Υπάρχουν όμως και αυτές που πήραν το μάθημά τους και σήμερα κοιτούν μπροστά , δημιουργούν, μεγαλουργούν, κλαίνε με το χαμόγελο, γελούν μ’ ένα τους δάκρυ. Κατάφεραν να συγχωρούν τις μάνες, που δεν ‘ξέραν , που ίσως τώρα κάπου αλλού να παίρνουν κι αυτές το μάθημά τους……………..
Ακούω τα βεγγαλικά!! Θα φύγω φυλλαράκι, ανασαλεύουν τα φτερά! Γαντζώνομαι στο γεράνι μου, χωρίς να το πονέσω και λίγο απ’ το ροζ , το βιολετί, το κόκκινο, το λευκό του βάζω πάνω στο σώμα μου και πάνω στην ψυχή μου. Κοιτώ κατάματα το φως. Μα λάμπουμε όλοι, απόψε!! Τι όμορφοι που φαινόμαστε και μέσα στο σκοτάδι, όταν το φως μας έρχεται απ’ το εσωτερικό μας!
Θα ζωγραφίσω ξανά το όνειρο και μέσα σ’ αυτό θα ζήσω. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι με χέρια τρομαγμένα, χεράκια απαίδευτα ή σκληρά, που πεταλούδες θα κυνηγούν νομίζοντας πως θα γίνουν δυνατοί αν λιώσουν τα φτερά τους.
Ανάταξη δυνάμεων! Πετάω και δε φοβάμαι!! Να μένω πια στα λάθη μου, κατάλαβα δεν αξίζει. Να νιώθω τύψεις και ενοχές που δεν άκουσα εσένα; Γιατί, εσύ τι έκανες; Αυτό το δρόμο μου ‘δειχνες, να δίνω, να υπομένω, να νοιάζομαι, να αγαπώ, θυσία να γίνομαι, εγώ κι ας μου ‘λεγες μη γίνω. Γι αυτό μη με κρίνεις, δε μπορώ, θα πάψω όσο κι αν δε το θέλω να σ’ ακούω . Πες μου ένα μπράβο που πετώ, που βλέπω με θάρρος τα εμπόδια και τρέχω να τα πηδήξω, που πέφτω μα σηκώνομαι, με σάλιο της πληγές , που κλαίω, που γελάω. Το τέλος δεν ήρθε μάνα μου, υπέροχη, μοναδική, καράβι της ψυχής μου. Τώρα μαθαίνω και είμαι εδώ! Τώρα μεγάλωσα μαμά και στη σκιά ποτέ μου δε θα μείνω. Εγώ μια σκιά ξανά, ποτέ μου δε θα γίνω. Μες το σκοτάδι λάμπω εγώ, φοράω το λευκό μου νυχτικό και πάω στ’ αστέρια εκεί ψηλά, στον έναστρο ουράνιο βυθό μου. Δε φεύγω, μη τρομάζεις!! Θέλω απόψε ο ουρανός δύο φεγγάρια να ‘χει. Λίγο απ’ τον ήλιο πάνω μου θα ρίχνω εγώ τη νύχτα για να κρατάω συντροφιά σε σένα φεγγάρι, μα θέλω κι αστέρινο λίγο φως να βάλω στην ψυχή μου. Τώρα πια ξέρω ήλιε μου, και μέρα θα πετάω. Τώρα πια ξέρω πως το λαμπρό δικός σου φως, μόνο στα μάτια τα τυφλά, αόρατη θα με κάνει. Εδώ θα γυρίσω μάνα μου και για πηγές μόνο φωτός , θα ψάχνω εγώ να βρίσκω μες το δικό μου επίγειο ουρανό. Αυτόν που εγώ θα φτιάξω, έτσι όπως θέλω να φτιαχτεί και απ’ όσα έχω μάθει. Μέχρι..... αστέρι να γενώ ξανά και πάλι να ξανάρθω. Μα μέχρι τότε εσύ να μου χαϊδεύεις το κεφάλι, βαμβάκι να 'ναι το χάδι σου, τσιρότο η αγκαλιά σου. Ξέρεις, σαν ελαφρύ, ευχάριστο αεράκι. Και κάτι ακόμα, τώρα που νιώθω πως μεγάλωσα και εγώ. Τώρα μπορώ να αγγίξω και το δικό σου, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και να φιλώ το μέτωπό σου.
Συγχώρεσέ με μάνα μου, συγγνώμη σου ζητάω, που έκατσα και περίμενα με ροδοπέταλα το δρόμο να μου στρώσεις. Συγγνώμη που περίμενα να δίνεις κάτι που νόμιζα πως ξέρεις. Θύμα εγώ, θύμα εσύ, θύματα τα παιδιά μου, μα πόσο θα συνεχιστεί αυτό; Και θύτες γίναμε εμείς. Σκοτώσαμε τη ζωή μας. Γι αυτό δε σε κατηγορώ, τώρα κατάλαβα πως κανείς, δε φταίει που πονάω, γιατί κι αν ξέρω πως κάποιος έφταιξε, εγώ τι περιμένω; Συγγνώμη αν σε πλήγωσα ζητώ, μα θέλω πια μ’ ανασασμό ένα “σε συγχωρώ “ και εγώ να πω. Μακάρι να μου το πουν και οι κόρες μου, για όλα όσα μόνες τους, ήρθαν εδώ να μάθουν.
Ναι!! Το ξέρω τώρα μαμά για ποιόν ακούγονται τα βεγγαλικά. Μία καρδιά δύο ψυχές στον αστερισμό των Διδύμων. Μία στον Άδη, μία στον Όλυμπο σαν Κάστορας και Πολυδεύκης. Μία πατώ στη γη και μία πετώ στον ουρανό μου. Ένα σκληρό περίβλημα με μαλακό πυρήνα. Ναι, τώρα τολμώ να πω..... "για μένα είναι τα βεγγαλικά!". Σα σήμερα με γέννησες. Μα σήμερα ξαναγεννιέμαι!! Γιορτή εγώ, γιορτή εσύ, μα πρώτη φορά θέλω να πω κάτι τελείως διαφορετικό. ”Χρόνια μας λαμπερά, πολύχρωμα, σοφά” και…….. “μέχρι εγώ αστέρι πάλι να γενώ, Άνθρωπος, Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ακόμα κι αν πρέπει να πονώ, που ευχήθηκες κάποτε πέφτοντας εγώ να γίνω”.
Από το προσωπικό μου ημερολόγιο 20-21/6/2010

Ένα χρόνο μετά την αναγέννησή μου τολμώ να εκτεθώ, να μου ευχηθώ ξανά χρόνια πολλά και να το μοιραστώ με όλες εκείνες και εκείνους που νιώθουν σαν και μένα. Που κάπου στα μονοπάτια της ζωής, έχασαν τον προορισμό τους. Κυνήγησαν άλλων όνειρα και κοίμισαν το δικό τους. Που σκόνταψαν, έπεσαν και πόνεσαν μα τώρα τολμούν και πάλι……………….

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Θέλω πριν πεις το Σ'αγαπώ


Θέλω πριν πεις το σ’ αγαπώ
τα μάτια σου στα δικά μου να κοιτάξεις
Κι αν βλέπεις φως όπως κι εγώ
διάπλατα θα ανοίξω την πύλη να περάσεις

Καράβι εσύ όπως κι εγώ
μες το λιμάνι της ψυχής μου μπες ν’ αράξεις
Κύμα ποτέ μη γίνεις και χαθώ
σα σαπιοκάραβο σ’ ακτή μη με ξεβράσεις

Μέσα στο ίδιο το ποτάμι να κυλάς
σφιχτά κρατώντας μου το χέρι
Μπροστά σου πάντα να κοιτάς
μα να ‘χεις την έγνοια σου στο πλάι

Δύσκολο το ποτάμι της ζωής
Κλαδιά και βράχια κοφτερά θα δεις
Μοιράσου τη σανίδα αν χρειαστεί εσύ
βάρκα θα γίνω εγώ για να κυλήσουμε μαζί
Τους παραπόταμους μη τους κοιτάς
στόχος μας είναι η θάλασσα η πλατιά
Μα αν εσύ παρασυρθείς καθώς κυλάς
εμένα κοίτα να βγάλεις στη στεριά
Σε κίνδυνο την ψυχή μου μη τη βάλεις
από το θόλο του μυαλού σου μη με βγάλεις
Θέλω να δω τα εμπόδια πώς περνάς
να ξέρω θέλω και στα βαθιά αν κολυμπάς

Κι αν είσαι εκεί, αν είμαι εδώ
αν άνθρωποι παραμείναμε μέσα στο χαλασμό
τότε γοργόνα για σένα θα γενώ
και τη χαμένη Ατλαντίδα θα ψάξω να σου βρώ.


Μες το βαθύ το μπλε του ωκεανού
με χρώμα κοραλλί πορτρέτο θα σου φτιάξω
Και όλα τα μάτια του βυθού
στον πίνακα θα κοιτούν μια λέξη που θα γράψω

Στην πύλη της πόλης της θαμμένης
θα καρτερώ εσένα το άλλο μου μισό
Κοχύλια θα ψάχνεις για να μου φέρνεις
το Σ’ΑΓΑΠΩ που έγραψα θα λαχταρώ να πω


Αγγελική Κρόκου
21/6/2007
Από την ποιητική συλλογή μου "Στη γειτονιά της ψυχής μου"