Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

"Τα έχασα!!!" Βελάκια Ελπίδας έψαχνα, "γονάτισα" ,μα τα βρήκα......

Σε ένα σύντομο πρωινό μου πέρασμα, όχι από περιέργεια αλλά για δουλειές απ’ την Αθήνα, και βλέποντας το χάος που κάποιοι αγανακτισμένοι εθελοντές μαζί με τους καθαριστές ,καλούνται να το βάλουν για άλλη μια φορά ,σε μια επιφανειακή τουλάχιστον τάξη, έπιασα μια γωνιά όπου ένιωθα ασφαλής, ακόμα και από αυτούς που “φροντίζουν” για την ασφάλειά μου και με την ψυχή μου γεμάτη δάκρυα, κοίταζα το αποτέλεσμα της παράνοιας. Λόγια σοφίας μου ήρθαν για άλλη μια φορά…… « τις πόλεις με μνημεία και τις ψυχές με μαθήματα πρέπει να τις στολίζουμε» και εγώ ένιωσα από τη μια υπερήφανη για αυτό που εμπιστεύτηκαν πρόγονοι στο DNA μου και απ΄την άλλη τόση ντροπή και τόσο αγανακτισμένη με αυτούς του 300, 500, δεν ξέρω πόσοι στα κομμάτια είναι - γιατί το ποιοί είναι φανερό πια - που χρόνια τώρα προσπαθούν να το ξεριζώσουν από την πόλη ΜΟΥ και απ’ το κορμί μου. Αλλά ακόμα πιο αγανακτισμένη και θυμωμένη με αυτούς που χρόνια δε θέλουν να κάνουν τίποτα για αυτό. Ένας νεαρός που δεν είχε πάρει μέρος, μάλλον, σε αυτή την τρέλα, με ρώτησε αν είμαι καλά και εγώ του είπα πως όχι, πως είμαι οργισμένη με όλα όσα συμβαίνουν και με όλα όσα βλέπω, του είπα τα “μέσα” μου όλα κλαίνε και εκείνος μου είπε “σιγά ρε κοπελιά, πώς κάνεις έτσι, δε βαριέσαι….”. Άφησα τη γωνιά μου και σα δαρμένο σκυλί πήρα το δρόμο της επιστροφής, έχοντας μία σκέψη στο μυαλό μου………εμείς που δε συμμεριζόμαστε τη τρέλα της εποχής παίρνουμε τουλάχιστον κανένα μάθημα ψυχής;
Έψαξα ένα μέσο ασφαλές να πάω στη δουλειά μου, γιατί και το ταξί είναι προνόμιο πια των λίγων, και σ’ όλη τη διαδρομή δεν έπαψα να προσπαθώ, τις σκέψεις των άλλων μέσα απ’ το βλέμμα τους να διαβάσω. Είδα τον πανικό, απόγνωση, πικρία, κούραση, αδιαφορία, το πέρα βρέχει, το δε με αφορά, το άντε και ………… Είδα μητέρες να συνθλίβουν από την αγωνία τους μέσα στα χέρια τους εκείνα των παιδιών τους, ρυτίδες και άσπρα μαλλιά που ζουν χωρίς κουράγιο, χέρια ζωγραφισμένα από βελόνες και κελιά που λένε θέλουν να ζήσουνε ,μα έχουν όμως πεθάνει. Είδα και κάποιους ήρωες σε μικροκαμωμένα όμως σώματα χρόνια εγκλωβισμένους και άκουσα λόγια που δεν ειπώθηκαν γιατί κάπου μέσα στο λάρυγγα είναι φρακαρισμένα.
Πενήντα και παραπάνω άτομα , μα τη σιωπή κουβάλαγε εκείνο το λεωφορείο. Πώς βρέθηκα εγώ εδώ; Φεύγω απ΄τα μάτια γρήγορα και ψάχνω με τα δικά μου ,κάπου στο πάτωμα να βρω βελάκια ελπίδας πεταμένα. Θεέ μου δώσ’ μου τη δύναμη να σκύψω, να τα μαζέψω και στις ψυχές μας να τα καρφώσω χωρίς να τις πονέσω………
Έφτασα στη δουλειά μου, την έκανα με αγάπη, γιατί έτσι αποφάσισα πως μόνο μου αξίζει και μάζεψα την αλήθεια μου μαζί με τα τσιγάρα, το κινητό, την τσάντα μου γεμάτη χαρτάκια, σκέψεις κι εικόνες πρωινές, λογαριασμούς και πίκρα και έφυγα για το σπίτι μου ………….για να λογαριαστώ μαζί μου.
Στην πόρτα μου στεκόντουσαν δύο ζευγάρια μάτια και εγώ από ανάγκη χώθηκα στον κόσμο που εκείνα βλέπουν.
Στην ομορφιά που έβλεπα σαν ήμουν και εγώ μικρούλα. Αυτόν τον κόσμο θα κοιτώ και αν δεν μπορώ με τα δικά μου, θα χώνομαι στα δικά τους. Γονάτισα και έφτασα στο μπόι (τεράστιο) το δικό τους, τους φίλησα και υποκλίθηκα στο άσπρο της ψυχής τους. Εκείνες δεν κατάλαβαν (ή μήπως ναι;)μα εγώ έχω καταλάβει!!
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έχωσα το πρόσωπο βαθιά στα μαξιλάρια. Δεν ήταν κούραση, μα ντροπή. Έμεινα εκεί στο μαύρο μου, μέχρι να βρω το φως μου. Εγώ και η βαριά ανάσα μου, σα τιμωρία να έβαλα , τον ίδιο τον εαυτό μου. Πώς έγινε και έψαχνα εγώ στα πόδια την ελπίδα; Γιατί στο φόβο επέτρεψα να αγγίξει το πετσί μου και μέσα απ΄τους πόρους μου να μπει στα βάθη της ψυχής μου; Γιατί απογοητεύτηκα, τα είδα όλα μαύρα, θύμωσα, εξοργίστηκα, ένιωσα τόσο τρόμο; Γιατί το «απ» το κότσαρα στη λέξη αισιοδοξία; Γιατί στη γωνία κρύφτηκα και έβλεπα μόνο κακία, στημένη να μου την έχει σε δρόμους, μέσα στα βλέμματα, μέσα σε λεωφορεία; Γιατί τον ήλιο έχασα, δεν κοίταξα επάνω και ανάγκη είχα για στοργή, για χάδι, για ένα χαλάκι, σα να ‘μουνα κουτάβι;
Σηκώνω το κεφάλι μου, πάω στο μπάνιο πλένομαι και αλείφω τα μάτια που τσούζουν ,μα όχι απ’ τα δακρυγόνα, με αλοιφή “ΕΛΠΙΔΑ” .Bάζω και εκείνη τη σκιά που μοιάζει με τα λουλούδια, που πάνω στης Πάρνηθας τις στάχτες , μου είπαν μια μέρα «καλημέρα!!», φορώ το ρουζ το χρυσαφί , το χρώμα που έχει του ήλιου, χαμογελώ στο είδωλο που βλέπω στον καθρέφτη και λέω για άλλη μια φορά………….
Κανείς δε θα με τρομάξει!! Κανένας δε θα σηκώσει κλομπ πάνω στα όνειρά μου. Κανένας δε θα πετροβολήσει την παιδική καρδιά μου. Κανείς δε θα διαλύσει με χημικά το όραμα, την ελπίδα, τα μάτια της ψυχής μου, τον κόσμο που ονειρεύονται εκατομμύρια μάτια. Ο κόσμος είναι όμορφος και εγώ ένα κομμάτι του που αξίζει να υπάρχει. Εγώ μέσα στα ψέματα γυρεύω την αλήθεια, μέσα στα σκοτάδια θα κοιτώ να ψάχνω για προβολάκια, στο πέλαγος Κακία, Αγάπη θα ψαρεύω και το καλάθι της καρδιάς μου μ’ αυτή θα το γεμίζω. Αγνώστους θα κάνω φίλους μου, ανθρώπους θα συγχωρώ, σαν άνθρωπος και εγώ, θα χτίζω ότι μου γκρεμίζουνε, θα γράφω και θα ονειρεύομαι, για μένα, για τα παιδιά μου, για όλο τον κόσμο που χωρά μέσα στην αγκαλιά μου, και με την αύρα μου τη θετική, κορμιά θα χαϊδεύω………………..

Στον Κώστα το Μανιό , τον άγνωστο κολλητό μου, και σε όλους εκείνους που δε φοβούνται ή κι αν φοβούνται πάλι τολμούν, να αναδείξουν την ομορφιά που υπάρχει σ' αυτό το κόσμο. Είμαι μαζί σας............ με το δικό μου τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου